χρειώδης

χρειώδης
-ες / χρειώδης, -ῶδες, ΝΑ [χρεία]
χρήσιμος, αναγκαίος
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χρειώδη
α) όσα απαιτούνται για την επιτέλεση ενός έργου, τα χρειαζούμενα
β) (οικον.) τα αγαθά και οι υπηρεσίες που είναι αναγκαία για κατανάλωση
αρχ.
1. (για μέλος τού σώματος) αυτός που για τη σωστή λειτουργία του απαιτείται η ταυτόχρονη λειτουργία άλλου ή άλλων μελών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρειῶδες
η χρησιμότητα
3. φρ. «χρειῶδες ἀπόφθεγμα» — γνωστό απόφθεγμα το οποίο αναπτύσσει ένας συγγραφέας σύμφωνα με ορισμένους κανόνες (Διογ. Λαέρ.).
επίρρ...
χρειωδῶς Α
κατ' ανάγκην ή με χρήσιμο τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρειώδης — needful masc/fem acc pl (attic epic doric) χρειώδης needful masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χρειώδης needful masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειωδέστερον — χρειώδης needful adverbial comp χρειώδης needful masc acc comp sg χρειώδης needful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειώδει — χρειώδης needful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) χρειώδης needful masc/fem/neut dat sg χρειώδεϊ , χρειώδης needful dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειώδη — χρειώδης needful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρειώδης needful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρειώδης needful masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειωδεστάτων — χρειώδης needful fem gen superl pl χρειώδης needful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειωδεστέρων — χρειώδης needful fem gen comp pl χρειώδης needful masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειωδέστατα — χρειώδης needful adverbial superl χρειώδης needful neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειωδέστατον — χρειώδης needful masc acc superl sg χρειώδης needful neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειῶδες — χρειώδης needful masc/fem voc sg χρειώδης needful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρειώδεις — χρειώδης needful masc/fem acc pl χρειώδης needful masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”